- ευρηματικός
- -ή, -όο επινοητικός, ο εφευρετικός. Oυσ. ευρηματικότητα, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.